- μηλώσιος
- μηλώσιος, ὁ, epith. of ZeusasA guardian of sheep, IG9(1).702 (Corc.), 12(5).48 ([place name] Naxos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηλώσιος — μηλώσιος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλωτή (Ι) «δέρμα προβάτου» (με συριστικοποίηση τού τ πριν από ι ), προσωνυμία τού Διός, που φορούσε προβιά] … Dictionary of Greek
μηλώσιος — μήλωσις probing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) μηλώσιος guardian of sheep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)